ἐλάφρ'

ἐλάφρ'
ἐλαφρά , ἐλαφρός
light in weight
neut nom/voc/acc pl
ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός
light in weight
fem nom/voc/acc dual
ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός
light in weight
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ἐλαφρέ , ἐλαφρός
light in weight
masc voc sg
ἐλαφραί , ἐλαφρός
light in weight
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”